(Ζωναράδικος)
Μια
καλογρίτσα περπατεί στην
άκρη του θαλάσσιου,
μαζώνει
πέτρες στην ποδιά τς,
λιθάρια στο ζωνάρι τς,
πετροβολάει τη θάλασσα,
παρακαλεί και λέγει:
- Κόψ’
θάλασσα τα κύματα σ’,
κάψε και τους νταλκάδις
σ’,
να βγει
της μάνας μ’ υ γαμπρός,
της πεθεράς μ’ υ γιός,
να βγει
και το πουλούδι μου, το
πρώτο το στεφάνι,
που μας
στεφάνωνε γαμπρός, με το
δεξί το χέρι,
και τα
στεφάνια πόβανεν όλο
καθάριο ασήμι.
Μια
καλογρίτσα περπατεί στην
άκρη του θαλάσσιου,
με τα
μαλλιά της ξέπλεκα, στα
χέρια σταυρωμένα,
παρακαλεί
τη θάλασσα, παρακαλεί
και λέγει |
(Ζωναράδικος)
Τρία
κουρτσούδια μπούλιουμ,
τρία κουρτσούδια
παν για
ίτσια μπούλιουμ, παν για
ίτσια
τα
σταυρώνου μπούλιουμ, τα
σταυρώνου.
Τα
ρωτούσα μπούλιουμ, τα
ρωτούσα.
-
Καρυωτούδις είστι,
Καρυωτούδις
Ρωμιουπούλις είστι,
Ρωμιουπούλις
-
Καρυωτούδις είμαστι,
Καρυωτούδες
Καριωτούδις και
Ρωμιοπούλις
Συγκαθιστός
Σήκω
κουκουνούδα μ’ έριτι η
μπάτις
δεν μπορώ
μάνα μ’ δεν μπορώ με
πονούν τα κόκκαλα.
Σήκω
κουκουνούδα μ’ έριτι η
πάπους
δεν μπορώ
μάνα μ’ δεν μπορώ με
πονούν τα κόκκαλα.
Σήκω
κουκουνούδα μ’ έριτι η
αϊγόρος
όπαλα
μάνα μ’ όπαλα μ’ γιάιναν
τα κόκκαλα μ’.
|
(Ζωναράδικος)
Παλικάρια μ’
ίσια - ίσια και ψηλά νο κυπαρίσσια
να μη λάχ’ κι
πανρηφτείτε, όλα θα μετανοιουθείτε.
Όποιος είνι
παντρημένους, περπατεί συλλογισμένος
όποιος είνι
‘ραβουνιασμένους περπετεί σα μαγεμένος
κι όποιος είνι
παλικάρι περπετεί σαν του λιουντάρι. |
Κρουν τα
νταουλιά μωρέ Στέργιο
κρουν και
τα βιολιά.
Λάλος
κάνει την πρώτη σαρδάρα
Λάλος
χορεύει μπροστά.
Ήρθε ο
Στέργιος, ήρθε ο
Στέργιος
Στέργιος
θα πάει στα παιδιά.
Κατέβα
Στέργιο μ’ κατέβα
τζάνουμ
να σε
παντρέψουμε.
Δεν
κατεβαίνω δεν αλλάζω
γαμπρός
δε γίνομαι.
Τα
σημάδια να πάτε Στέργιος
της μανύφσης.
|
Κόρη δύο
Μέρκα συ η κόρη και δύο
πε
κόρη μ’ εν τραγουδά.
Άι περνάει κόσμος
την καλμερνάει.
Άι περνάει κόρη μ’ του
τσοπανάη.
Άι περνάει κόρη μ’ την
καλμερνάει.
Κι εμ την καλμερνάει και
χωρατέ.
Μάνα της κόρη μ’
την λάλησε.
Ποιος είν’ κόρη μ’
συγχώρατε.
Μάνα μ’ είναι η πρώτη
αγάπη μ’
Πρώτη αγάπη μ’ πρώτος
ζιβδάς.
Ο ζιβδάς μάνα μ’ πολύ
κακός. |
Γιώργης
Γιώργης
είναι ειν’ μαύρα μου
μάτια.
Γιώργης
είναι ειν’ τζαναμπέτης.
Γιώργης
είναι ειν΄μπιρμπαντάκης.
Ξεγελνάει
νάει μαύρα μου μάτια.
Ξεγελνάει
νάει τα κορίτσια.
Τα
ξεγελνάει και τα
παινεύει.
Γιώργης
είναι ειν’ τζαναμπέτης.
Γιώργης
είναι ειν’ μπιρμπαντάκης.
Πώς τη
λεν μαύρα μου μάτια
πώς τη
λεν που δεν τα παίζει.
Πώς τα
παίζει έξι αδέλφια.
Γιώργης
είναι ειν’ τζαναμπέτης.
Γιώργης
είναι ειν μπιρμπαντάκης.
|